- γεωμετρικός
- -ή, -ό (AM γεωμετρικός, -ή, -όν) [γεωμέτρης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμετρία2. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρική, ηη τεχνική καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων τής γήινης επιφάνειας3. φρ. «γεωμετρική τέχνη», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.έργα τής εποχής 1100 -700 π. Χ., τα οποία έχουν ως κύρια διακοσμητικά θέματα γεωμετρικά σχήματααρχ.1. (για ανθρώπους) ο ειδικός, ο έμπειρος στη γεωμετρία, ο γεωμέτρης2. φρ. «γεωμετρικὸς Βριάρεως» — ο Αρχιμήδης3. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρικὴ (ενν. τέχνη)η γεωμετρία4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Γεωμετρικὰτίτλος ἔργου με θέμα τη γεωμετρία5. επίρρ. γεωμετρικῶςμε αυστηρά παραγωγικό συλλογισμό.
Dictionary of Greek. 2013.